- φθαλοκυανίνη
- η, Νχημ.1. συνοπτική ονομασία οργανικών χρωστικών υλών που προκύπτουν κατά την επίδραση στοιχείων μετάπτωσης, όπως είναι λ.χ. ο χαλκός ή το νικέλιο, στο φθαλονιτρίλιο2. φρ. «χρώματα φθαλοκυανίνης»χημ. κατηγορία οργανικών χρωστικών υλών με χαρακτηριστικά υψηλή ανθεκτικότητα στο φως, στην θερμότητα και στα όξινα ή αλκαλικά αντιδραστήρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phthalocyanine < phthal- (< phthalic, βλ. φθαλικός) + cyanine (< κυανός, βλ. κυανίνες)].
Dictionary of Greek. 2013.